ΑρχικηΣελιδα > Εισκσπηση > Κληρονομικότητα
  Κληρονομικότητα
 

Οι συγγενείς ατόμων με σχιζοφρένεια έχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου σε σχέση με άλλους ανθρώπους. Ο κίνδυνος είναι προοδευτικά μεγαλύτερος για τους συγγενείς που προσομοιάζουν γενετικά με το άτομο που πάσχει από σχιζοφρένεια. Ο γενετιστήςIrvingGottesman, χρησιμοποιώντας στοιχεία από 40 Ευρωπαϊκές μελέτες που έγιναν μεταξύ του 1920 και του 1987, συνέταξε συγκριτικούς

πίνακες για το μέσο όρο επικινδυνότητας εκδήλωσης σχιζοφρένειας καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής σε άτομα με διαφορετικό  βαθμό συγγένειας με κάποιον που πάσχει από σχιζοφρένεια. Τα ευρήματά του που εμφανίζονται στον Πίνακα 1, φανερώνουν ότι όσο μεγαλύτερη ομοιότητα υπάρχει στη γενετική σύσταση τόσο μεγαλύτερος είναι και ο κίνδυνος (Gottesman1991).

Μελέτες σε άτομα που υιοθετήθηκαν κατά τη βρεφική τους ηλικία, υπέδειξαν ότι η αυξημένη επικινδυνότητα για εκδήλωση της νόσου σε συγγενείς ατόμων διαγνωσμένων με σχιζοφρένεια σχετίζεται περισσότερο με την κληρονομικότητα παρά με το περιβάλλον. Τα παιδιά ατόμων με σχιζοφρένεια έχουν εξίσου αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης της ασθένειας είτε ανατράφηκαν από τους βιολογικούς γονείς τους, είτε από τους θετούς. Παρομοίως, το οικογενειακό ιστορικό των ατόμων με σχιζοφρένεια  που ανατράφηκαν από θετούς γονείς αποκαλύπτει αυξημένο επιπολασμό της νόσου ανάμεσα στους βιολογικούς τους συγγενείς, αλλά όχι και ανάμεσα στους συγγενείς που προέκυψαν από την υιοθεσία (Heston1966,Ketyκαι συν. 1968,Ketyκαι συν.1975,Tienari&Wynne1994).

Η  Νευροαναπτυξιακή  Υπόθεση/ Πρόσφατα αναπτύχθηκε η άποψη  ότι η σχιζοφρένεια είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή (Weinberger1995a) “κατά την οποία  η πρωτοπαθής εγκεφαλική βλάβη ή η παθολογική διαδικασία λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια της ανάπτυξης του εγκεφάλου πολύ πριν η ασθένεια εκδηλωθεί κλινικά” (Weinberger1995b). Βάσει αυτής της άποψης, τα άτομα με σχιζοφρένεια μπορεί να υπέφεραν από κάποια μορφή κακής εγκεφαλικής ανάπτυξης κατά την διάρκεια της κύησης, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης.  Για πολλούς  νευροβιολογικούς λόγους, η διαταραχή αποκαλύπτεται κατά την έναρξη της ενήλικης ζωής, όταν κάποια επιλεγμένα συστήματα νευρώνων που ωριμάζουν πολύ μετά τη γέννηση, δεν μπορούν να  ανταπεξέλθουν στις διάφορες ψυχοκοινωνικές εντάσεις και τις αντιξοότητες της ζωής.

Παρόλο που αυτή η άποψη είναι ακόμα υποθετική (Cannon1997) υπάρχουν διάφορες ενδείξεις που τείνουν να την υποστηρίζουν. Συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι οι επιπλοκές κατά την κύηση και τον τοκετό αυξάνουν τον κίνδυνο για εκδήλωση της σχιζοφρένειας δυο με τρεις φορές, ίσως εξ αιτίας βλάβης στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο (McNeil1988,Geddes&Lawrie1995,Goodman  1988, Kendellκαι συν. 1996). Η περιγεννητική ασφυξία  (απώλεια οξυγόνου στο έμβρυο), κατάσταση που παρατηρήθηκε σε περίπου 20%-30% των ατόμων που πάσχουν από σχιζοφρένεια σε σύγκριση με 5%-10% στο γενικό πληθυσμό, εμφανίζεται να είναι πολύ σημαντικός παράγοντας (McNeil1988,Cannon1998). Ο κίνδυνος για την εκδήλωση σχιζοφρένειας αυξάνει με τον αριθμό των περιγεννητικών επιπλοκών (McNeil1988,Kendell  και συν. 1996, Eaglesκαι συν. 1990,O’Callaghanκαι συν. 1992, Gunther-Gentaκαι συν. 1994).

Ο κίνδυνος ενδομήτριας εγκεφαλικής βλάβης αυξάνει αν η έγκυος γυναίκα προσβληθεί από μολυσματική ασθένεια. Έχει παρατηρηθεί ότι περισσότερα άτομα με σχιζοφρένεια γεννήθηκαν στο τέλος του χειμώνα ή τις αρχές της άνοιξης (Torreyκαι συν.1988) και ότι το ποσοστό των ατόμων με σχιζοφρένεια που γεννιούνται αυτή την εποχή αυξάνει μετά από επιδημίες μολυσματικών ασθενειών όπως η γρίπη, η παρωτίτιδα και η ανεμευλογιά. (Mednickκαι συν.1987,O’Callaghanκαι συν.1991,Barrκαι συν.1990,Shamκαι συν.1992). Παρόλα αυτά  οι μολυσματικές ασθένειες της μητέρας ερμηνεύουν ένα μικρό μέρος των αυξημένων κινδύνων για εκδήλωση σχιζοφρένειας (Adamsκαι συν. 1993,Wilcox&Nasrallah1987)

Δομικές Αλλοιώσεις
Η παρουσία  δομικών αλλοιώσεων στον εγκέφαλο έχει καταγραφεί σε κάποιους ασθενείς με σχιζοφρένεια. Τέτοιες αλλοιώσεις στη δομή και λειτουργία του εγκεφάλου έχουν εξακριβωθεί με αναλύσεις εγκεφαλικών ιστών μετά θάνατον, καθώς και με τις νέες απεικονιστικές μεθόδους του εγκεφάλου που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξέταση του εγκεφάλου ενόσω το άτομο βρίσκεται εν ζωή. Η αξονική ή υπολογιστική αξονική τομογραφία (CT-Scan) και η μαγνητική τομογραφία (MRI) [που ανήκουν στις ‘δομικές’ απεικονιστικές μεθόδους] απεικονίζουν τη δομή του εγκεφάλου. Η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) και  οι τεχνικές που χρησιμοποιούν ισότοπα, όπως η τομογραφία εκπομπής φωτονίων (SPECT) και η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) [που ανήκουν στις ‘λειτουργικές’ απεικονιστικές μεθόδους] έχουν την δυνατότητα της απεικόνισης των αλλαγών της τοπικής εγκεφαλικής ροής του αίματος (rCBF) και των μεταβολών της χημείας του εγκεφάλου.

Οι πρώτες υπολογιστικές αξονικές τομογραφίες κατέγραψαν ανωμαλίες σε πολλούς ασθενείς με σχιζοφρένεια. Σ’ αυτές περιλαμβάνονταν κυρίως ασυμμετρίες του εγκεφάλου και του συστήματος των κοιλιών κυρίως τους μετωπιαίους λοβούς και το αριστερό ημισφαίριο. Αυτή η ασυμμετρία δεν σχετίζεται με την εξέλιξη, τη διάρκεια ή τη θεραπεία της νόσου και δεν εξελίσσεται κατά την πορεία της (Vitaκαι συν.1997). Ως εκ τούτου λοιπόν θεωρείται ότι απεικονίζει επεισόδια  που συνέβησαν νωρίς κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του εγκεφάλου. Οι μελέτες της μαγνητικής τομογραφίας κατέληξαν σε αντίστοιχα αποτελέσματα (Andreasenκαι συν. 1986). Οι συσχετίσεις με το οικογενειακό ιστορικό της νόσου, την εποχή γέννησης, τις ενδομήτριες λοιμώξεις, τις επιπλοκές κατά τον τοκετό (DeQuardoκαι συν. 1996), και την ηλικία έναρξης της νόσου (Limκαι συν. 1996)  παραμένουν ασαφείς. Έρευνες που αφορούν τις διαφορές των δύο φύλων (Cowellκαι συν. 1996) έδωσαν αντικρουόμενα αποτελέσματα. Οι ανωμαλίες στο μέγεθος του εγκεφάλου και στο σύστημα των κοιλιών, όταν υπάρχουν, αναγνωρίζονται κατά τα πρώτα επεισόδια της νόσου (Vitaκαι συν. 1997), ενισχύοντας την άποψη ότι αυτές οι ανωμαλίες αντικατοπτρίζουν μια προϋπάρχουσα ευαλωτότητα και δεν είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης της νόσου αυτής καθ’ αυτής ή της φαρμακευτικής θεραπείας.

Η συσχέτιση των δομικών ανωμαλιών με τα συμπτώματα ή τις ομάβλέπε συμπτωμάτων  δεν είναι τόσο καλά επιστημονικά  τεκμηριωμένη,   παρόλο   που  οι   ασυμμετρίες φαίνεται να σχετίζονται με τα αρνητικά συμπτώματα (Messimyκαι συν 1984). Τα αρνητικά συμπτώματα επίσης, φαίνεται ότι συσχετίζονται με την ατροφία του αριστερού κροταφικού λοβού (Turetskyκαι συν. 1995). Όσο πιο εμφανείς είναι οι αλλοιώσεις, τόσο μεγαλύτερη είναι η σοβαρότητα της διαταραχής της σκέψης και οι ακουστικές ψευδαισθήσεις του ατόμου (Suddathκαι συν 1990).

Πριν από οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση, στην τομογραφίαSPECTεμφανίζεται  μείωση της εγκεφαλικής ροής του αίματος, ιδιαίτερα στους μετωπιαίους λοβούς, σε περισσότερο από το 80% των ασθενών (Steinbergκαι συν 1995).  Και η τομογραφία τύπουPETμας δίνει μια αντίστοιχη εικόνα ανωμαλιών. Οι μελέτες για την τοπική εγκεφαλική ροή του αίματοςrCBFμε τις απεικονιστικές μεθόδουςSPECTκαιPETερεύνησαν τη συσχέτιση συγκεκριμένων συμπτωμάτων ή τύπων συμπτωμάτων με τις ανωμαλίες στη ροή του αίματος διαφορετικών περιοχών. Σε γενικές γραμμές, τα θετικά συμπτώματα σχετίζονται με την υπερδραστηριότητα κάποιων περιοχών και την υπολειτουργία κάποιων άλλων, ενώ τα αρνητικά συμπτώματα σχετίζονται πάντα με μείωση της διάχυσης (Sabriκαι συν. 1997).

Η ηλεκτροφυσιολογική διερεύνηση του εγκεφάλου που αφορά κυρίως στη μελέτη του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος (ΗΕΓ) φανερώνει ότι τα περισσότερα άτομα με σχιζοφρένεια ανταποκρίνονται υπερβολικά σε επαναλαμβανόμενα εξωτερικά ερεθίσματα  (όπως επαναλαμβανόμενοι μεταλλικοί ήχοι  ή εκτόξευση δέσμης φωτός) και έχουν  μειωμένη ικανότητα να απομονώνουν το ασήμαντο υλικό (Freedmanκαι συν. 1997).

Η εξέταση πτωματικών εγκεφαλικών ιστών ατόμων με σχιζοφρένεια αποκάλυψαν προβλήματα σε κάποιους τύπους εγκεφαλικών κυττάρων – τους ανασταλτικούς  ενδονευρώνες. Αυτοί οι ενδονευρώνες αποθαρρύνουν τη δράση των κύριων  νευρικών κυττάρων εμποδίζοντάς τα να ανταποκριθούν σε πολλαπλά ερεθίσματα. Μ’ αυτό τον τρόπο εμποδίζουν τον ‘βομβαρδισμό’ του εγκεφάλου με υπερβολικές αισθητηριακές πληροφορίες από το περιβάλλον. Αυτοί οι ενδιάμεσοι νευρώνες συνήθως παράγουν διάφορους νευροδιαβιβαστές, συμπεριλαμβανομένου και του γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA), που τους προσδίδει  την ανασταλτική τους λειτουργία. Όλοι αυτοί οι νευροδιαβιβαστές είναι μειωμένοι στους νευρώνες των ατόμων με σχιζοφρένεια (Benesκαι συν. 1991,Akbarianκαι συν 1993).

Τα αποτελέσματα αυτά συνδυασμένα, υποδηλώνουν ότι στη σχιζοφρένεια υπάρχει ένα έλλειμμα στον έλεγχο της εγκεφαλικής δραστηριότητας από τους ενδιάμεσους νευρώνες, με συνέπεια ο εγκέφαλος να υπεραντιδρά στα πολλαπλά σήματα του περιβάλλοντος και να στερείται της ικανότητας να φιλτράρει ανεπιθύμητα ερεθίσματα. Την ίδια στιγμή, υπάρχει μείωση στο μέγεθος των κροταφικών λοβών που προωθούν τις αισθητηριακές εγγραφές και καθιστούν δυνατό για το άτομο  να αναπτύσσει νέες και αποδεκτές συμπεριφορές. Παρόλο που οι παραπάνω τεχνικές που παρουσιάστηκαν σ΄ αυτή την  ενότητα  μας έδωσαν τις ενδείξεις που αφορούν στο πώς επηρεάζεται η εγκεφαλική  λειτουργία στη σχιζοφρένεια, δεν μπορούν ωστόσο να θεωρηθούν στις μέρες μας απαραίτητες, για τη διάγνωση της νόσου ακόμα και μιας συνηθισμένης κλινικής εκτίμησης των ασθενών.
_______________________
Return to the top of the article